ἀπόντα

ἀπόντα
ἄπειμι 1
sum
pres part act masc acc sg
ἄπειμι 1
sum
pres part act neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀπόντ' — ἀπόντα , ἄπειμι 1 sum pres part act masc acc sg ἀπόντα , ἄπειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc pl ἀπόντι , ἄπειμι 1 sum pres part act masc/neut dat sg ἀπόντε , ἄπειμι 1 sum pres part act masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • несоущии — (14) пр. 1.Несуществующий: Ѥще же Иѡсию поразисте, в Самарѣи съ Ахавомь несущему Б҃у молѧще(с) Валу КТур XII сп. XIV, 47; в роли с.: наполнити вьсь съставъ мои преч(с)таго д҃ха гнѣздѧщагосѧ въ васъ. ѥго же сѧ исполньше прорицасте гл҃юще. бывшихъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… …   Dictionary of Greek

  • αποστροφή — η (AM ἀποστροφή [αποστρέφω] σχήμα λόγου κατά το οποίο ο ομιλητής ή ο συγγραφέας απευθύνεται σε πρόσωπα νεκρά ή απόντα, σε ζώα, πράγματα ή και αφηρημένες έννοιες μσν. νεοελλ. αποφυγή κάποιου, απέχθεια, αντιπάθεια μσν. 1. κατεύθυνση, πορεία 2.… …   Dictionary of Greek

  • επιτροπεία — Η ανάθεση σε ένα ορισμένο πρόσωπο (επίτροπο) της επιμέλειας του προσώπου και της περιουσίας ατόμων, τα οποία, λόγω ανηλικότητας, αναπηρίας ή ανικανότητας, δεν είναι σε θέση να επιμεληθούν τις υποθέσεις τους. Σε ε. υποβάλλονται οι αχειράφετοι… …   Dictionary of Greek

  • προσυπογράφω — ΝΑ [ὑπογράφω] νεοελλ. 1. υπογράφω μαζί με άλλους, συνυπογράφω («το έγγραφο προσυπέγραψαν και τα μέλη τού συμβουλίου που ήταν απόντα στην προηγούμενη συνεδρίαση») 2. μτφ. εγκρίνω, αποδέχομαι απολύτως κάτι αρχ. 1. σχεδιάζω κάτι ακόμη 2. επισυνάπτω… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Λυμπεράκη, Μαργαρίτα — (Αθήνα 1919 – 2001). Πεζογράφος και θεατρική συγγραφέας. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική, ενώ έζησε για πολλά χρόνια στο Παρίσι. Έγραψε μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και σενάρια …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • αποστροφή — η 1. αντιπάθεια, αηδία, σιχαμάρα: Προς τον άνθρωπο αυτό αισθανόταν μεγάλη αποστροφή. 2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο ο ρήτορας «στρέφει» το λόγο, απευθύνεται δηλ. προς ορισμένα πρόσωπα ή πράγματα συνήθως απόντα και σπανιότερα παρόντα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”